- ακαιροβόας
- ἀκαιροβόας, ο (Α)αυτός που βοά, που φωνάζει άκαιρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκαιρος + βοῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άκαιρος — η, ο (Α ἄκαιρος, ον) αυτός που λέγεται ή γίνεται σε ακατάλληλο χρόνο, ο παράκαιρος νεοελλ. 1. πρόωρος 2. άγουρος 3. αδικαιολόγητος, παράλογος αρχ. 1. αυτός που γίνεται ενοχλητικός με το να κάνει ή να πει κάτι τη στιγμή που δεν πρέπει 2. ο… … Dictionary of Greek